Search
Close this search box.

Ετυμολογία

σεντέφι< (τουρκικά:) sedef

Ουσιαστικό

σεντέφι, το ουδέτερο

1. σκληρό, λευκό και ιριδίζον υλικό, που καλύπτει την εσωτερική πλευρά θαλασσινών οστράκων και το οποίο χρησιμοποιούμε ως διακοσμητικό υλικό.