Ετυμολογία
σεντέφι< (τουρκικά:) sedef
Ουσιαστικό
σεντέφι, το ουδέτερο
1. σκληρό, λευκό και ιριδίζον υλικό, που καλύπτει την εσωτερική πλευρά θαλασσινών οστράκων και το οποίο χρησιμοποιούμε ως διακοσμητικό υλικό.
![](https://dpschool.gr/wp-content/uploads/2023/01/058652800161472096568327.jpg)
σεντέφι< (τουρκικά:) sedef
σεντέφι, το ουδέτερο
1. σκληρό, λευκό και ιριδίζον υλικό, που καλύπτει την εσωτερική πλευρά θαλασσινών οστράκων και το οποίο χρησιμοποιούμε ως διακοσμητικό υλικό.