Ετυμολογία
σαστισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σαστίζω < (άμεσο δάνειο) τουρκική sastim < sasmak
Μετοχή
σαστισμένος, -η, -ο
1. αυτός που έχει εκπλαγεί ή ξαφνιαστεί από κάτι και δεν ξέρει πώς να αντιδράσει
σαστισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σαστίζω < (άμεσο δάνειο) τουρκική sastim < sasmak
σαστισμένος, -η, -ο
1. αυτός που έχει εκπλαγεί ή ξαφνιαστεί από κάτι και δεν ξέρει πώς να αντιδράσει