Search
Close this search box.

Ετυμολογία

προσευχή < από το ρήμα προσεύχομαι < προσ- + εὔχομαι

Η λέξη προσευχή σύμφωνα με την Ελληνική Γλώσσα προκύπτει από το πρόθεμα πρός– και το ουσιαστικό θηλυκού γένους εὐχή. Το προς δηλώνει κατεύθυνση, το ευχή δηλώνει την ευλογία, τη προφορική έκφραση της επιθυμίας και της ελπίδας για κάτι που θέλουμε να συμβεί στο μέλλον. Η πράξη επικοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό, ατομική ή ομαδική, δημόσια ή κατά μόνας, με απαγγελία, άσμα, ψιθυριστά ή σιωπηλά.


Η δύναμη της Προσευχής:

Όταν ο άνθρωπος αρχίσει να προσεύχεται τότε λαμβάνει δύναμιν από την προσευχή· και η προσευχή είναι φως, διότι ο ίδιος ο Θεός είναι φως. Και το φως του Θεού αρχίζει σιγά-σιγά να διαλύει τα πνευματικά σκοτάδια. Και αν καμιά φορά επιμένει το σκότος να υπάρχει μέσα στην ψυχή του ανθρώπου, αυτό συμβαίνει διότι ο καλός Θεός, ως ιατρός, θέλει να θεραπεύσει την ψυχή με την ταπείνωση, να μάθει ο άνθρωπος να ταπεινώνεται.

Μόνο με την προσευχή ο άνθρωπος μπορεί να κάνει θαύματα, να μετακινεί βουνά και να αλλάξει τον κόσμο. Με την ταπεινή προσευχή, γεμάτη δάκρυα και αγάπη.

Αν λοιπόν θέλουμε να αλλάξει τούτος ο κόσμος ας πέσουμε στα γόνατα και ας προσευχηθούμε με πίστη και θέρμη στον Θεό.

Οι προσευχές των παιδιών είναι ιδιαίτερα σημαντικές καθώς όσο πιο αγνά είναι τα παιδιά τόσο πιο γρήγορα φτάνουν στα «αυτιά» του Θεού οι προσευχές τους.