Search
Close this search box.

Ετυμολογία 

προπάτορας < προπάτωρ < πρό + πατήρ

Ουσιαστικό

προπάτορας, αρσενικό

Ο πατήρ που γέννησε τον πατέρα που γέννησε τον πατέρα κτλ… που γέννησε τον πατέρα σου. Η λέξη προπάτωρ εστιάζει στη γενεαλογική συγγένεια, είναι ο Πατήρ σου πριν τον πατέρα σου.

      ενικός        πληθυντικός  
ο προπάτοραςοι προπάτορες
του προπάτορατων προπατόρων
τον προπάτορατους προπάτορες
προπάτοραπροπάτορες

Και στα αρχαία ελληνικά:

ενικόςπληθυντικός
ὁ προπάτωροἱ προπάτορες
τοῦ προπάτοροςτῶν προπατόρων
τῷ προπάτοριτοῖς προπάτορσι(ν)
τόν προπάτορατούς προπάτορας
(ὦ) προπάτορ(ὦ) προπάτορες