Ετυμολογία: πρό- + δρόμ(ος) + -ος
Ως ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
πρόδρομος αρσενικό ή θηλυκό
1. πρόσωπο που προπορεύεται
2. πρόσωπο που εμφανίζεται πριν από κάποιον άλλον
3. που προπαρασκευάζει τη δράση άλλου (συνεκδοχικά)
Ως ΕΠΙΘΕΤΟ
πρόδρομος, -η, -ο
1. που προηγείται και προαναγγέλλει π.χ. πρόδρομες εργασίες