Ετυμολογία
πρατότητα< πρᾶος + -ότητα
ουσιαστικό
πραότητα, η θηλυκό
1. το να είναι κάποιος ήρεμος και χωρίς εκρήξεις θυμού
2. αρετή των Χριστιανών, αντίθετο της οργής.
Η πρατότητα είναι χαρακτηριστικό των Χριστιανών που έχουν νικήσει το πάθος της οργής, το οποίο τούς προτρέπει στο να εκνευρίζονται, να θυμώνουν και να φωνάζουν δυνατά στους αδερφούς τους.