Ετυμολογία
περίτεχνος < περί + τέχνη
Επίθετο / Επίρρημα
περίτεχνος, -η, -ο, επίθετο / περίτεχνα επίρρημα
1. που είναι πολύ ωραίος, που έχει γίνει με πολλή τέχνη και μεράκι.
περίτεχνος < περί + τέχνη
περίτεχνος, -η, -ο, επίθετο / περίτεχνα επίρρημα
1. που είναι πολύ ωραίος, που έχει γίνει με πολλή τέχνη και μεράκι.