Ετυμολογία

παραβολή < παραβάλλω

ουσιαστικό

παραβολή, η θηλυκό

  1. η σύγκριση δύο αντικειμένων τοποθετημένων το ένα δίπλα στο άλλο με σκοπό τη διαπίστωση ομοιοτήτων ή διαφορών
  2. η αλληγορική (δηλαδή αυτή που κρύβει άλλο νόημα) διήγηση πραγματικού ή φανταστικού γεγονότος που έχει ως σκοπό να οδηγήσει σε ηθικά διδάγματα.