Search
Close this search box.

Ετυμολογία

ολημερίς <  όλη + μέρα + η κατάληξη -ις (όπως στο νωρίς)

Επίρρημα

1. καθ’ όλη τη διάρκεια της μέρας, ※  ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.