Skip to content
Search
Search
Close this search box.
ξέπνοα
Ετυμολογία
ξέπνοα
:
αρχαία ελληνική
ἔκπνοος – ἔκπνους
επίρρημα
ξέπνοα
, -η, -ο
Χωρίς πνοή, χωρίς ένταση, χωρίς δυνάμεις