Search
Close this search box.

Ετυμολογία

νεωκόρος< νεώς (ή ναός) +κόρος (ή κούρος = άνδρας)

Ουσιαστικό

νεωκόρος, ο αρσενικό

1. λαϊκός που έχει την ευθύνη για την καθαριότητα, την τάξη, την ασφάλεια και την λειτουρική ετοιμότητα ενός Ιερού Ναού.

Η λέξη αυτή, εφόσον εμπεριέχει τη λέξει κούρος, που σημαίνει νεαρός άνδρας στα αρχαία ελληνικά, πρέπει να χρησιμοποιείται για άρρενες μόνο επιβλέποντες των ιερών ναών. Η αντίστοιχη λέξη για τις γυναίκες είναι νεωκόρισσα. Ωστόσο, όπως έχει συμβεί με πολλές άλλες λέξεις στον εκκλησιαστικό χώρο, έχει επικρατήσει να χρησιμοποιείται και για τα δύο φύλα o/η νεωκόρος, ωσάν να πρόκειται για ουσιαστικό της β΄ κλίσης.
Όσοι επιτελούν χρέη νεωκόρου δέχονται την ευλογία του ιερέως όταν ακούγεται η ευχή, λίγο πριν το τέλος της Θείας Λειτουργίας «ἁγίασον τούς ἀγαπῶντας τήν εὐπρέπειαν τοῦ οἴκου σου». Για να γίνει κάποιος νεωκόρος πρέπει να έρθει σε συνεννόηση με τον υπεύθυνο ιερέα ή τους υπεύθυνους ιερείς του ναού και δεν μπορεί να γίνει από μόνος του ή από μόνη της. Αν είναι άνδρας, όπως είθισται, μπορεί να βοηθήσει και στην τέλεση των μυστηρίων εισερχόμενος μετ’ αδείας στο ιερό για να ανάψει το θυμιατό, τη λάμπαδα και ό,τι άλλο απαιτεί η ακολουθία. Εάν πρόκειται για γυναίκα, θα πρέπει να της έχει διαβαστεί ειδική ευχή από τον οικείο Επίσκοπο.
Επίσης, ο νεωκόρος ή η νεωκόρισσα κρατά τον ναό ανοικτό κατά τις ώρες που δεν τελούνται ακολουθίες ώστε να εισέρχονται οι πιστοί και να προσκυνούν τις αγίες εικόνες, και συνήθως κάθεται στο παγκάρι όπου φροντίζει να υπάρχουν κεριά για άναμμα, ή να δίδει χαρτιά ώστε να γράψουν οι πιστοί ονόματα για μνημόνευση, μπορεί να παραλάβει τα προσκομιζόμενα δώρα για την τέλεση της λειτουργίας και να τα παραδώσει στον ιερέα και διάφορα άλλα.