Search
Close this search box.

Ετυμολογία

μητρόπολη < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μητρόπολις (μήτηρ + πόλις)

Ουσιαστικό

μητρόπολη θηλυκό

1. (αρχαία ιστορία) η πόλη που ίδρυε μια αποικία
2. (χριστιανισμός)εκκλησιαστική περιφέρεια που διοικείται από επίσκοπο, ο οποίος φέρει τον τίτλο του μητροπολίτη (ή αρχιεπισκόπου).
3. ο κεντρικός ναός μιας πόλης στην οποία εδρεύει ένας μητροπολίτης