Ετυμολογία
μανουάλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μανουάλι(ο)ν < μεσαιωνική λατινική (candelabrum) manuale (κηροπήγιο φορητό) < λατινική manus
Ουσιαστικό
μανουάλι
Το μανουάλι είναι κηροπήγιο με πολλαπλούς βραχίονες.
Παίρνοντας το κερί από την κηροθήκη του Ναού, θεωρείται ότι λαβαίνουμε τον ίδιο μας τον εαυτό και τον φέρουμε στο μανουάλι, που συμβολίζει τον “Χριστό” και εκεί όρθιον πλέον, όχι ξαπλωμένον (“κεκλιμένο”), αναμμένο με φως και όχι σβυστόν (“νεκρό”), όπως ήταν πρωτύτερα μέσα στην κηροθήκη, του “φερέτρου”, τον τοποθετούμε ώστε δια του Χριστού (μανουαλίου), να φωτίζει και να αναλίσκεται (λυώνει).