Search
Close this search box.

Ετυμολογία

μάνταλο <  μάνδαλος

Ουσιαστικό

μάνταλο, το ουδέτερο

1. μακρόστενο κομμάτι από μέταλλο ή ξύλο συνήθως, με ορθογώνια διατομή, το οποίο είναι ελεύθερο να περιστραφεί στο ένα του άκρο γύρω από άξονα ενώ το άλλο του άκρο είναι ελεύθερο να πέσει είτε εντός εγκοπής είτε πάνω σε άλλη προεξοχή η οποία το εμποδίζει να κινηθεί περαιτέρω έτσι ώστε να παραμένει σταθερά στην ίδια θέση. Χρησιμεύει στο να ασφαλίζει ένα αντικείμενο, όπως π.χ. ένα παραθυρόφυλλο, ένα κινητό φράκτη κλπ., ώστε αυτό είτε να ακινητοποιείται σε μία συγκεκριμένη θέση ή να μην είναι ελεύθερο να κινηθεί ανεξάρτητα.