Ετυμολογία
λουφάζω< αρχαία ελληνική λωφάζω, λωφάω-λωφώ (αναπαύομαι, ησυχάζω)
ρήμα
λουφάζω
1. μένω ακίνητος και αμίλητος
2. (κατʼ επέκταση) κρύβομαι σε ασφαλές μέρος προσπαθώντας να μη με αντιληφθεί κάποιος εχθρός, περιμένοντας να περάσει ένας κίνδυνος