Search
Close this search box.

Ετυμολογία

κουφώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουφώνω (δημιουργώ κοίλωμα) < κοῦφος < αρχαία ελληνική κοῦφος (στην ελληνιστική σημασία: άδειος)

Ρήμα

1. (συνήθως για παντζούρια) μισοκλείνω, κλείνω έτσι ώστε να μένει ένα πολύ μικρό άνοιγμα
2. (δημοτική) δημιουργώ κοίλωμα, π.χ. κούφωσα τα κολοκύθια, να τα κάνω γεμιστά
3. (δημοτική) αποκτώ κοιλότητα, κουφάλα, π.χ. κούφωσε το δόντι μου