Ετυμολογία
κατάνυξη< κατά + νύξις (νύσσω= ξύνω με το νύχι)
Ουσιαστικό
κατάνυξη, η θηλυκό
1. αίσθημα που περιλαμβάνει σεβασμό, ευλάβεια και συγκίνηση, συνήθως σε σχέση με κάποια θεϊκή ή μεταφυσική παράσταση.
2. λύπη, στενοχώρια, μεγάλη θλίψη
Η κατάνυξη είναι η συνεχής και αδιάκοπη ανάμνηση της αγάπης του Θεού και των δικών μας αμαρτιών έναντι αυτής, ωσάν κάποιος να γρατζουνά συνεχώς την ψυχή μας με κάποιο νύχι, που την καθαρίζει και της προκαλεί μεν πόνο, αλλά και λυτρωτικά δάκρυα. Γι’ αυτό και σε βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης θα βρούμε τη λέξη με την έννοια της μεγάλης θλίψης, της μεγάλης στενοχώριας.