Search
Close this search box.

Ετυμολογία

καρτερώ < αρχαία ελληνική καρτερῶ, συνηρημένος τύπος του καρτερέω

Ρήμα

καρτερώ

1. περιμένω με υπομονή/προσμονή
2. καιροφυλακτώ, στήνω ενέδρα
3. υποφέρω υπομονετικά