Ετυμολογία

καλόβολος < καλός + βουλή

επίθετο

καλόβολος, -η, -ο

  1. αυτός που έχει καλή βούληση – θέληση.
  2. που δεν παραπονιέται, αλλά δέχεται τις όποιες απρόσμενες αλλαγές.

Καλόβολοι πρέπει να είναι όλοι οι Χριστιανοί, καθότι όλα συνεργούν στον αγιασμό και στη σωτηρία μας, οπότε πρέπει να βάζουμε καλό λογισμό και να τα δεχόμαστε χωρίς παράπονα αλλά βλέποντας την ωφέλεια που μας προσφέρουν.