Search
Close this search box.

Ετυμολογία

κακουχίες< κακός + έχω

Ουσιαστικό

κακουχία, η θηλυκό

1. οτιδήποτε κακό πάσχει ή προξενεί κάποιος

Η λέξη κακουχίες έχει επικρατήσει να έχει αρνητική χροιά, διότι αναφέρεται στις δυσκολίες που περνούν οι άνθρωποι σ’ αυτήν την ζωή. Παρόλ’ αυτά, στην πνευματική ζωή οι Άγιοι, οι οποίοι επιλέγουν την ασκητική ζωή, είναι ευγνώμονες για τις κακουχίες που συχνά ο Θεός επιτρέπει να έχουν στη ζωή τους ή ακόμη και για τις κακουχίες που οι ίδιοι προξενούν στον εαυτό τους, αποσκοπώντας στην άσκηση και στην ένωσή τους με τον Κύριο.