Search
Close this search box.

Ετυμολογία

κάρα < (δεν υπάρχει ετυμολογία)

Ουσιαστικό

κάρα, η θηλυκό

1. Η κεφαλή, ιδιαιτέρως ιερού λειψάνου.
2. Η κορυφή.

Η λέξη κάρα είναι αρχαιοελληνική και σημαίνει την κεφαλή του ανθρώπου. Την απαντάμε σε αρχαιοελληνικά κείμενα και είναι η βάση από την οποία βγαίνουν λέξεις που και σήμερα χρησιμοποιούμε όπως κρανίο, κέρας, καραδοκώ ή καρατομώ κ.α.

Η λέξη αυτή χρησιμοποιείται κατά κόρον στα λείψανα αγίων για να δηλώσει το κρανίο του αγίου που ο Θεός έχει επιτρέψει εις τεκμήριο αγιότητος να διασώζεται. Καθότι οι πρώτοι μάρτυρες ήταν στην ρωμαίκή εποχή, τους πρώτους αιώνες, η λέξη αυτή ως λέξη της εποχής περιγραφεί ακριβώς με ευλάβεια (σε αντίθεση με το κρανίο, που είναι κάπως πιο αιχμηρό στο άκουσμα) το λείψανο της κεφαλής ενός αγίου, δηλαδή τα κόκαλα της κεφαλής. Διατηρείται και σήμερα ώστε να δηλώνει τη συνέχεια και την τιμή των πιστών προς τους Αγίους.