Search
Close this search box.

Ετυμολογία

ίαση < ἰάομαι / ἰῶμαι (=αποκαθιστώ την υγεία κάποιου)

Ουσιαστικό

ίαση, η θηλυκό

1. Στα νεοελληνικά το αποδίδουμε με τη λέξη «θεραπεία», η οποία όμως στα αρχαία στην πραγματικότητα σήμαινε το σύνολο της φροντίδας κάποιου, γι’ αυτό και χρησιμοποιείται μαζί με τη λέξη ιατρός: θεράπων ιατρός (δηλαδή ο ιατρός που φροντίζει κάποιον μέχρι να ιαθεί). Οι αρχαίοι τη λέξη ίαση, τη χρησιμοποιούσαν ως αποκατάσταση της υγείας του ασθενούς. Άρα ιατρός είναι αυτός που αποκαθιστά την υγεία κάποιου. Ο μόνος δε ιατρός σωμάτων και ψυχών είναι ο Θεός.