Search
Close this search box.

Ετυμολογία

θρόισμα < θροΐζω (< θρόος) +-μα

Ουσιαστικό

θρόισμα, το ουδέτερο

1. Συνεχής ελαφρός θόρυβος όταν ο αέρας κινεί τα φύλλα δέντρου.

Η λέξη θρόισμα, όπως φαίνεται και στην ετυμολογία, προκύπτει από το ρήμα θροΐζω ως παράγωγο ρήματος και άρα φέρει ενέργεια, κίνηση. Το δε ρήμα θροΐζω προκύπτει από το ουσιαστικό θρόος (ή θροῦς) που σημαίνει θόρυβος είτε από πολλές φωνές (απαντάται στον Όμηρο), είτε από μουσικούς ήχους (αναφέρει ο Πίνδαρος). Άρα, η λέξη θρόισμα έχει και μια μεταφορά κρυμμένη μέσα της, όταν χρησιμοποιείται σε σχέση με τα φύλλα των δένδρων.