Search
Close this search box.

Ετυμολογία

θορυβημένος< μετοχή παρακειμένου του ρήματος θορυβούμαι (ενεργ. φωνή θορυβώ)

Μετοχή

θορυβημένος, -η, -ο

1. ο ταραγμένος, ο έντονα ενοχλημένος ή ανήσυχος

Αρχικά η λέξη δήλωνη την ταραχή που προκαλεί κάποιος θόρυβος που εκλαμβάνεται ως απειλητικός ή τρομαχτικός. Κατόπιν επεκτάθηκε να σημαίνει αυτόν ο οποίος ταράζεται όχι απλώς από θορυβούς αλλά ακόμη και από ειδήσεις που του μεταφέρουν άλλοι ή ήχους που δεν είναι θόρυβοι, εν γένει.