Ετυμολογία
θέλγομαι< δεν υπάρχει ρίζα
ρήμα
θέλγω, -ομαι, ενεργητική & παθητικής φωνής
- στρέφω αλλού, προς άλλη κατεύθυνση), το πρόσωπο ή το βλέμμα μου, για να εκφράσω άρνηση, δυσαρέσκεια, περιφρόνηση κ.λπ.
- (μεταβατικό) ενοχλούμαι από κάτι έντονα και το αποφεύγω