Search
Close this search box.

Ετυμολογία

ηγούμενοςαρχαία ελληνική ἡγούμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ἡγέομαι / ἡγοῦμαι 

Ουσιαστικό (ουσιαστικοποιημένη μετοχή)

ηγούμενος αρσενικό

1. αυτός που ηγείται σε κάτι
2. στον εκκλησιαστικό χώρο συνήθως σημαίνει ο γέροντας σ’ ένα μοναστήρι, αυτός που παίρνει τις αποφάσεις και διοικεί το μοναστήρι.