Ετυμολογία
εργόχειρο< ἔργον (εργό-) + χείρ (χέρι)
Ουσιαστικό
εργόχειρο, το ουδέτερο
1. δημιούργημα (κέντημα, πλεχτό κ.ά.) που φτιάχνεται με το χέρι ≈ συνώνυμα: χειροτέχνημα, χειροτεχνία
2. (για μοναχούς) η χειρωνακτική απασχόληση που κάνουν οι μοναχοί.
Δια των εργοχείρων οι μοναχοί συντηρούνται όσον αφορά τα προς το ζην, πουλώντας τα, ή αλλιώς τα δίνουν ευλογία στους προσκυνητές που τους επισκέπτονται. Συνήθως είναι κομποσχοίνια, εικονάκια πρεσσαριστά ή ξυλόγλυπτα κ.α.