Ετυμολογία
επονείδιστος < αρχαία ελληνική ἐπονείδιστος < ὄνειδος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃neid– (κατάρα / καταριέμαι, μέμφομαι)
επίθετο
επονείδιστος
που αποτελεί όνειδος, που προκαλεί ντροπή, πολύ κακός
->Όταν αναφέρεται στον σταυρικό θάνατο του Ιησού, εννοεί ότι ο θάνατος ήταν οδυνηρός και ντροπιαστικός, διότι με σταύρωση θανάτωναν όλους τους εγκληματίες. Τί σχέση έχει όμως ο Χριστός με αυτούς;
![](https://dpschool.gr/wp-content/uploads/2023/03/images-1.jpg)