Search
Close this search box.

Ετυμολογία

επονείδιστος < αρχαία ελληνική ἐπονείδιστος < ὄνειδος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃neid– (κατάρα / καταριέμαιμέμφομαι)

επίθετο

επονείδιστος 

που αποτελεί όνειδος, που προκαλεί ντροπή, πολύ κακός

->Όταν αναφέρεται στον σταυρικό θάνατο του Ιησού, εννοεί ότι ο θάνατος ήταν οδυνηρός και ντροπιαστικός, διότι με σταύρωση θανάτωναν όλους τους εγκληματίες. Τί σχέση έχει όμως ο Χριστός με αυτούς;