Search
Close this search box.

Ετυμολογία

επιτίμιο < αρχαία ελληνική ἐπιτίμιον < ἐπί + τιμή

Ουσιαστικό

επιτίμιο ουδέτερο

1. εκκλησιαστική ποινή με σκοπό τη διόρθωση αυτού που έπεσε στην αμαρτία αλλά και για να αντιληφθεί τη βαρύτητα του αμαρτήματος και να μετανοήσει ειλικρινά, π.χ. το επιτίμιο της ακοινωνησίας, όπου δεν επιτρέπεται σε κάποιον να κοινωνήσει για ένα διάστημα.

Η πρόθεση επί χρησιμοποιείται για να δηλώσει πολλές διαφορετικές καταστάσεις και συντάσσεται με ουσιαστικά σε γενική, αιτιατική και την αρχαία πτώση της δοτικής.

Συχνέως χρήσεις της είναι:
1. για τοπική δήλωση (πάνω σε, κοντά σε, πλησίον, ή ενώπιον ή προς κάπου): ἐπί τοῦ ὅρους = επάνω στο όρος.
2. για χρονική δήλωση (κατά τη χρονική περίοδο, στις μέρες κάποιου): ἐπί τῶν ἡμερῶν Πιλάτου = στις μέρες του Πιλάτου