Skip to content
Search
Search
Close this search box.
ενταφιάζω
Ετυμολογία
ενταφίαζω
< ἐν + τάφος
ρήμα
ενταφιάζω
,
ενεργητικής φωνής
βάζω κάποιον μέσα στον τάφο, αφού προετοιμάσω το σώμα για ταφή.