Ετυμολογία
ενάρετος < αρχαία ελληνική ἐνάρετος < ἐν + ἀρετή
Επίθετο
ενάρετος -η -ο
Αυτός που διάγει την ζωή του με αρετή, δηλαδή με καλοσύνη, με αγάπη, με ανεξικακία, με σωφροσύνη, με σύνεση.
ενάρετος < αρχαία ελληνική ἐνάρετος < ἐν + ἀρετή
ενάρετος -η -ο
Αυτός που διάγει την ζωή του με αρετή, δηλαδή με καλοσύνη, με αγάπη, με ανεξικακία, με σωφροσύνη, με σύνεση.