Ετυμολογία
εμβαθύνω< ἐν- + βαθύνω
Ρήμα
1. εισέρχομαι στο βάθος κάποιου πράγματος, π.χ. της θαλάσσης
2. μελετώ ένα θέμα σε βάθος και προσπαθώ να ανακαλύψω κρυμμένες πτυχές, απώτερες συνέπειες κ.λπ.
3. στοχάζομαι αιτιοκρατικά
εμβαθύνω< ἐν- + βαθύνω
1. εισέρχομαι στο βάθος κάποιου πράγματος, π.χ. της θαλάσσης
2. μελετώ ένα θέμα σε βάθος και προσπαθώ να ανακαλύψω κρυμμένες πτυχές, απώτερες συνέπειες κ.λπ.
3. στοχάζομαι αιτιοκρατικά