Search
Close this search box.

Ετυμολογία

ελεημοσύνη< από την μετοχή ἐλεήμων (< ἐλεῶ < ἔλεος) + -σύνη

Ουσιαστικό

ελεημοσύνη, η θηλυκό

1. Ως ελεημοσύνη λογίζεται οποιαδήποτε πράξη ελέους προς τον συνάνθρωπο και αυτός ο οποίος κάνει τέτοιες πράξεις ονομάζεται ελεήμων. Η ελεημοσύνη είναι εντολή του Κυρίου, κατά το “ἔλεον θέλω και οὐ θυσία” (Ματθ. θ΄ 13 και ιβ΄ 7) και κατά το «μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται» (Ματθ. ε΄ 7).
2. Στις μέρες μας έχει κακώς επικρατήσει να ταυτίζεται με την δοχή χρηματικού ποσού σε κάποιον.