Search
Close this search box.

Ετυμολογία

δύσβατος < αρχαία ελληνική δύσβατος < δυσ- + βαίνω

Επίθετο

δύσβατος, -η, -ο

1. που με δυσκολία μπορεί κάποιος να τον περάσει, να τον διαβεί, επειδή παρουσιάζει πολλά φυσικά εμπόδια