Ετυμολογία
δρασκελιά < δρασκελώ + -ιά
Ουσιαστικό
δρασκελιά θηλυκό
1. το μέγιστο άνοιγμα των ποδιών, το βήμα που κάνει κάποιος ανοίγοντας πολύ τα πόδια του
2. η απόσταση που διανύει κανείς με ένα (1) τέτοιο βήμα
δρασκελιά < δρασκελώ + -ιά
δρασκελιά θηλυκό
1. το μέγιστο άνοιγμα των ποδιών, το βήμα που κάνει κάποιος ανοίγοντας πολύ τα πόδια του
2. η απόσταση που διανύει κανείς με ένα (1) τέτοιο βήμα