Ετυμολογία
διαυγεία< διά + αὐγής
Ουσιαστικό
διάνοια, η θηλυκό
1. η κατάσταση αυτού που είναι διαυγής, που δεν είναι θολός
2. (μεταφορικά) πνευματική διαύγεια: η ικανότητα να σκέπτεται κανείς σωστά, η καθαρότητα του νου.
διαυγεία< διά + αὐγής
διάνοια, η θηλυκό
1. η κατάσταση αυτού που είναι διαυγής, που δεν είναι θολός
2. (μεταφορικά) πνευματική διαύγεια: η ικανότητα να σκέπτεται κανείς σωστά, η καθαρότητα του νου.