Search
Close this search box.

Ετυμολογία

δημοσιά< δημόσια οδός

Ουσιαστικό

δημοσιά, η θηλυκό

1. ο δημόσιος δρόμος, ο πλακόστρωτος ή από άσφαλτο, την εποχή που ακόμη τα οδικά δίκτυα δεν υπήρχαν στα χωριά και οι άνθρωποι πηγαινοέρχονταν από μονοπάτια στα βουνά. Όταν το κράτος έφτιαξε τους δρόμους, ξεχώριζαν και επειδή δεν ήταν σε περιουσία κανενός, ήταν δημόσιοι και ελεύθεροι προς μετακίνηση. Από το δημόσια οδός βγαίνει με παραφθορά το δημοσιά.