Ετυμολογία
δεσπότης < Δέμω (κτίζω) + πότις, πόσις (κύρης)
Ουσιαστικό
δεσπότης αρσενικό
Η λέξη δεσπότης, όπως δείχνει και η ετυμολογία της, είχε αρχικά τη σημασία «κύριος του σπιτιού, οικοδεσπότης», προς διάκριση από τους οικέτες «δούλους». Αργότερα, και συγκεκριμένα στους ρωμαϊκούς και στους πρώτους βυζαντινούς χρόνους, η σημασία της λέξης διευρύνθηκε και η λέξη χαρακτήρισε τον ανώτατο ηγεμόνα και τον ίδιο τον αυτοκράτορα, ο οποίος ήταν «κύριος του οίκου» του, δηλαδή όλου του βασιλείου. Έπειτα η λέξη έγινε τιμητικός τίτλος για ορισμένα μέλη της βασιλικής οικογένειας που αργότερα, επί τουρκοκρατίας, απονέμονταν στον χριστιανό διοικητή μιας επαρχίας (π.χ. δεσπότης του Μορέως).
Τέλος, στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται κυρίως, ως ανώτατο εκκλησιαστικό αξίωμα, αποδίδεται δηλαδή στον επίσκοπο, ενώ με τη σημασία που δήλωνε αρχικά η λέξη δεσπότης, χρησιμοποιείται σήμερα το ήδη αρχαίο (μεταγενέστερο) σύνθετο του δεσπότης, το οικοδεσπότης. Από εδώ προέρχεται και η αγγλική λέξη boss (αφεντικό).