Search
Close this search box.

Ετυμολογία

γυρεύω < γυρεύω (τρέχω σε κύκλο) < γυρός (στρογγυλός)

Ρήμα

1. ζητώ κάνοντας κύκλους στο ίδιο μέρος για ώρα, π.χ. Τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι;
2. ψάχνω, π.χ. Γύρευα τα γυαλιά μου σ’ όλο το σπίτι.