Search
Close this search box.

Ετυμολογία 

γιόμα < μεσαιωνική ελληνική γιόμα(ν) / γέμα(ν) < γεῦμα(v) < αρχαία ελληνική γεῦμα 

Ουσιαστικό

γιόμα ουδέτερο (δημοτική)

1. (σημασία: μεσημεριανό)
2. το μεσημεριανό φαγητό※
3. το κολατσιό πριν το μεσημεριανό φαγητό
4. (συνεκδοχικά) το μεσημέρι※