Ετυμολογία
γίνομαι < αρχαία ελληνική γίγνομαι
Ρήμα
1. λαβαίνω υπόσταση, ζωή, ύπαρξη
2. ετοιμάζομαι, ολοκληρώνομαι, π.χ. ακόμη να γίνει το φαγητό.
3. αναλαμβάνω ένα ρόλο, ένα επάγγελμα π.χ. έγινε δάσκαλος
γίνομαι < αρχαία ελληνική γίγνομαι
1. λαβαίνω υπόσταση, ζωή, ύπαρξη
2. ετοιμάζομαι, ολοκληρώνομαι, π.χ. ακόμη να γίνει το φαγητό.
3. αναλαμβάνω ένα ρόλο, ένα επάγγελμα π.χ. έγινε δάσκαλος