Ετυμολογία
αχανής< ἀ- (επιτατικό) + -χαν- (ἔ-χαν-ον, αόριστος β’ του χάσκω) + -ής
Επίθετο
αχανής, -ής, -ες
1. τεράστιος σε έκταση, απέραντος, που δεν βλέπεις το τέλος του.
αχανής< ἀ- (επιτατικό) + -χαν- (ἔ-χαν-ον, αόριστος β’ του χάσκω) + -ής
αχανής, -ής, -ες
1. τεράστιος σε έκταση, απέραντος, που δεν βλέπεις το τέλος του.