Search
Close this search box.

Ετυμολογία

αφουγκράζομαιἀφουκροῦμαι < ἐπακρῶμαι < ἐπακροῶμαι (=ακούω προσεκτικά)

Ρήμα

1. προσπαθώ να ακούσω κάτι, π.χ. Έβαλε το αυτί του στο μεσότοιχο κι αφουγκράστηκε, αλλά δεν άκουσε τίποτα.
2. ακούω με προσοχή: Aφουγκράσου αυτά που θα σου πω.