Ετυμολογία
ασπάζομαι: αποθετικό ρήμα : ρήμα που δεν έχει ενεργητική φωνή, δεν έχει ενεργητικούς τύπους
ρήμα
ασπάζομαι, παθητικής φωνής
- φιλάω, αγκαλιάζω
- δέχομαι, αποδέχομαι, παραδέχομαι, υιοθετώ, εγκολπώνομαι
- ενστερνίζομαι μια ιδεολογία ή γίνομαι πιστός μιας θρησκείας
Στο ευαγγέλιο: o Ιούδας ασπάστηκε τον Χριστό για να τον παραδώσει στους στρατιώτες, η παράδοση έγινε με έναν ασπασμό.