Search
Close this search box.

Ετυμολογία

αρχιμανδρίτης< αρχι + μάνδρα (+ αρσενική κατάληξη =ίτης)

Ουσιαστικό

αρχιμανδρίτης, ο αρσενικό

1. Εκκλησιαστικός τίτλος που απονεμόταν στους ηγούμενους των μοναστηριών.
2. Τον τελευταίο αιώνα επίσης αποδίδεται σε άγαμους ιερωμένους -ιερομονάχους ή μη- ως διοικητική βαθμίδα στις Μητροπόλεις.

Το Μοναστήρι παλαιότερα αποδιδόταν και με τον όρο μάνδρα, διότι όπως ο τσοπάνης έχει τα πρόβατα στο μανδρί, έτσι και στο μοναστήρι μαζεύονται οι μοναχοί γύρω από τον ηγούμενο, στη μάνδρα του Μοναστηριού, στο κοπάδι του Χριστού. Ο ηγούμενος ενός μοναστηριού είναι πάντα και αναγκαστικά ιερομόναχος και σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να έχει και τον βαθμό του Επισκόπου σε μια περιοχή.
Αργότερα ο τίτλος αυτός άρχισε να χρησιμοποιείται και εκτός μοναστηριών, ειδικά απ’ όταν στη διοίκηση των ενοριών τοποθετήθηκαν επικεφαλής περισσότερο οι άγαμοι κληρικοί (όχι απαραίτητα μοναχοί), οι οποίοι και έχουν περισσότερο χρόνο από τους εγγάμους για να διαχειρίζονται τα της ενορίας. Έτσι, τους απονέμεται ο τίτλος του Αρχιμανδρίτη, που τους ανεβάζει πιο ψηλά διοικητικά και άρα έχουν άλλες εξουσίες και αρμοδιότητες.
Το άμφιο που τον διακρίνει από τον έγγαμο κληρικό είναι ιδιαίτερα το επιγονάτιο (μόνο όταν ιερουργεί), και το επανωκαλύμμαυχο που φέρει και εκτός ιερουργίας. Δικαιούται να φέρει εντός και εκτός ιεροπραξίας ή ιερουργίας επιστήθιο σταυρό, τον οποίον και παραλαμβάνει από τον επίσκοπο κατά την απονομή του οφφικίου.
Γενικά οι Αρχιμανδρίτες προσαγορεύονται «Πανοσιότατοι», ενώ οι θεολόγοι και λόγιοι Αρχιμανδρίτες «Πανοσιολογιότατοι».