Search
Close this search box.

Ετυμολογία

αραμπάς< τουρκική araba/arba (=άμαξα, τροχός)

Ουσιαστικό

αραμπάς, ο αρσενικό

1. Τετράτροχη άμαξα που τη σέρνουν ζώα.