Ετυμολογία
απόστολος < ἀπό + στέλλω (= πέμπω, στέλνω, αναχωρώ, ετοιμάζομαι να φύγω)
Ουσιαστικό
απόστολος, αρσενικό-θηλυκό
1. ο απεσταλμένος κάποιου, αυτός που αποστέλλεται για να κάνει κάτι.
2. μαθητής του Χριστού, ένας εκ των Δώδεκα.
3. βιβλίο που περιέχει τα κείμενα Πράξεις των Αποστόλων καθώς και τις Αποστολικές επιστολές ή αποσπάσματά τους που διάβονται στις ακολουθίες της Εκκλησίας. Λέγεται έτσι γιατί ειναι σαν να ακούμε τον ίδιο τον Απόστολο να τα λέει.
πτώσεις | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ο απόστολος | οι απόστολοι |
γενική | του αποστόλου & απόστολου | των αποστόλων |
αιτιατική | τον απόστολο | τους αποστόλους & απόστολους |
κλητική | απόστολε | απόστολοι |