Search
Close this search box.

Ετυμολογία

αποστρέφω < από + στρέφω

ρήμα

αποστρέφω, -ομαι, ενεργητική & παθητικής φωνής

  1. κάνω μάγια, μαγεύω
  2. προκαλώ κάτι με μαγικά
  3. εξαπατώ
  4. πείθω