Skip to content
Search
αποστρέφω
Ετυμολογία
αποστρέφω
< από + στρέφω
ρήμα
αποστρέφω, -ομαι
,
ενεργητική & παθητικής φωνής
κάνω μάγια, μαγεύω
προκαλώ κάτι με μαγικά
εξαπατώ
πείθω