Search
Close this search box.

Ετυμολογία

αποξένωση < από+ ξένος + (κατάληξη) -ση

Ουσιαστικό

αποξένωση, η θηλυκό

1. η οριστικοποίηση της απομακρύνσεως δύο πραγμάτων, του ότι πλέον είναι ξένα το ένα ως προς το άλλο.

Το ουσιαστικό, παραγόμενο από το ρήμα αποδίδει το τέλος της διαδικασίας του ρήματος «αποξενώνω», κάνω δηλαδή δύο πράγματα ξένα μεταξύ τους, αν και αρχικά δεν ήταν.